πραματευτής

πραματευτής
ο
1) торговец вразнос, лоточник; коробейник (уст. ); 2) торговец тканями или одеждой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πραματευτής" в других словарях:

  • πραματευτής — ο, Ν βλ. πραγματευτής …   Dictionary of Greek

  • πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπολεύς — ἐμπολεύς ο (Α) έμπορος, πραματευτής (ἔλθ ἀπὸ πέτρας καί με λάβ ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • κατσάνος — ο πλανόδιος έμπορος, γυρολόγος, πραματευτής …   Dictionary of Greek

  • λαγγών — λαγγών, ῶνος, ὁ (Α) 1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῡ ἀγῶνος καὶ φόβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. ών (πρβλ. φαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • μπαζαρκάνος — μπαζαρκάνος, ὁ (Μ) πλανόδιος έμπορος, πραματευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσοτουρκ. bazargan] …   Dictionary of Greek

  • πραγματευτής — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Λιβάδι (υψόμ. 20 μ.), Σαμπατική (υψόμ. 20 μ.). Βρίσκεται BA του Λεωνιδίου κοντά… …   Dictionary of Greek

  • πραμάτεια — και πραγμάτεια και ιδιωμ. τ. πραματεία, η, Ν 1. το εμπόρευμα τού πλανόδιου εμπόρου, τού γυρολόγου, τού πραματευτή 2. εμπόρευμα, οποιοδήποτε προϊόν στο οποίο διενεργείται αγοραπωλησία 3. ευτελές αντικείμενο, ευτελές προϊόν («πάρε την πραμάτεια σου …   Dictionary of Greek

  • πραματευτάδικο — και πραγματευτάδικο, το, Ν το κατάστημα τού πραματευτή, το εμπορικό κατάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραματευτής / πραγματευτής + κατάλ. άδικο (πρβλ. ουζ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • γυρολόγος — ο πλανόδιος μικρέμπορος, πραματευτής: Αγόρασα μια κολόνια απ το γυρολόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»